- σταδιοδρόμῳ
- σταδιόδρομοςone who runs in the stadiummasc dat sgσταδιοδρόμοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταδιοδρομώ — σταδιοδρομῶ, έω, ΝΜΑ, και σταδιοδρομώ Α [σταδιοδρόμος] νεοελλ. ακολουθώ ένα επάγγελμα, προσπαθώ συστηματικά να έχω καλή επίδοση στην εργασία μου ή σε άλλο σημαντικό τομέα δραστηριότητας (μσν αρχ.) μετέχω σε αγώνα δρόμου, τρέχω στο στάδιο… … Dictionary of Greek
σταδιοδρομώ — σταδιοδρομώ, σταδιοδρόμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σταδιοδρομώ — σταδιοδρόμησα, ακολουθώ κάποιο επάγγελμα, κάνω σταδιοδρομία: Σταδιοδρόμησε στο στρατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταδιοδρόμωι — σταδιοδρόμῳ , σταδιόδρομος one who runs in the stadium masc dat sg σταδιοδρόμῳ , σταδιοδρόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιαδρομώ — έω Α βλ. σταδιοδρομώ … Dictionary of Greek